Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)



“Δεν έχω γνωρίσει, θα ‘θελα να το διακηρύξω, μορφή
πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του.”
(Οδυσσέας  Ελύτης για τον Γιώργο Σαραντάρη )


Ο Γιώργος Σαραντάρης υπήρξε ένας από τους πρώτους ανανεωτές έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου της γενιάς του ' 30 και ένας από τους πρώτους εισηγητές του υπαρξισμού στη χώρα μας. Ο φιλοσοφικός του στοχασμός κινήθηκε στα πλαίσια της αναζήτησης του απολύτου ενάντια στη φθορά της ανθρώπινης υπόστασης, εκφρασμένης μέσω της κατάργησης της παραδοσιακής ποιητικής φόρμας και γλωσσικής έκφρασης. Επιδράσεις δέχτηκε μεταξύ άλλων δέχτηκε από τη σκέψη των Ουνγκαρέττι, Νίτσε, Κίρκεγκωρ, Ντοστογιέφσκι, Σεστώφ και Μπερντιάγιεφ. Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Από το 1912 ως το 1931 έζησε στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του. Από νεανική ηλικία στράφηκε στη λογοτεχνία και τη μελέτη της φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις ξένες γλώσσες. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Μπολώνια και της Ματσεράτα, και πήρε διδακτορικό δίπλωμα. Στην Ιταλία έγραψε τους πρώτους στίχους του, στα ιταλικά και στα ελληνικά και δημοσίευσε ποιήματα στην ιταλική και γαλλική γλώσσα. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και μπήκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940 στρατεύτηκε στην Αλβανία και αρρώστησε από κοιλιακό τύφο. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε το 1941. Το έργο του δεν συνάντησε ευρεία αποδοχή στην εποχή του, επηρέασε ωστόσο την ελληνική ποίηση βαθιά και ουσιαστικά. Η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος επηρεάστηκε σαφώς από συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του Σαραντάρη.



Άλλοτε η θάλασσα..
 
Άλλοτε ἡ θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στον ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιὰ στον αγέρα
Τις ημέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνὲς και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω απ᾿ τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ήταν τότε ο καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Και μονάχα ύστερα ησυχία
Αλλὰ εμείς πηγαίναμε χωρὶς να μας εμποδίζει κανεὶς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρὰ
Απὸ τους βράχους ως τα βουνὰ μας οδηγούσε ο Γαλαξίας
Και όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντὰ ο Θεός.



Ψυχή

Συνείδηση φανέρωμα συγκίνησης
περιπαίζεις την ύπαρξη
Οι αγάπες του χρόνου
συχνάζουν τα τοπία σου
τρέμεις στα φύλλα του είναι
γεμίζεις το σύμπαν
δεν ξέρεις φυγὴ
ποθείς ταξίδια
Στις πλάτες σου φτερουγίζει ο κόσμος
φώς σε λούζει ο ήλιος.




Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο...

«J'i cueilli ce brin de bruyère»
G. Apollinaire

Ήταν γυναίκα ήταν όνειρο ήτανε και τα δυὸ
Ο ύπνος μ᾿ εμπόδιζε να τη δώ στα μάτια
Αλλὰ της φιλοῦσα το στόμα την κράταγα
Σαν να ήταν άνεμος και να ήταν σάρκα
Μου ῾λεγε πὼς μ᾿ αγαπούσε αλλὰ δεν το άκουγα καθαρὰ
Μου ῾λεγε πὼς πονούσε να μη ζεί μαζί μου
Ήταν ωχρὴ και κάποτε έτρεμα για το χρώμα της
Κάποτε απορούσα νιώθοντας την υγεία της σαν δική μου υγεία
Όταν χωρίζαμε ήτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ αηδόνια σκέπαζαν το περπάτημά της
έφευγε και ξεχνούσα πάντοτε τον τρόπο της φυγής της 
 Η καινούρια μέρα άναβε μέσα μου προτού ξημερώσει
Ήταν ήλιος ήταν πρωὶ όταν τραγουδούσα
Όταν μόνος μου έσκαβα ένα δικό μου χώμα
Και δεν τη σκεφτόμουνα πια εκείνη


Σελήνη

Από ένα θαύμα
Απὸ ένα πρόσωπο πρωίας
Παίρνεται ο θυμός μου
Σελήνη αθρόα παρουσία
Ελένη η καμπύλη του κόσμου
M᾿ εβένινη σημασία
H πύλη ανοίγει στον ξένο
Στ᾿ αγέρι
T᾿ αλέτρι οργώνει τον κάμπο
Εκεί που δε βλέπει η καρδιὰ
Βελάζουν τ᾿ αστέρια στην κρύπτη


Πάλι...

Πάλι ο ουρανὸς ανοίγει εδώ την πύλη
Πάλι σηκώνει τη σημαία
Εμείς μπαίνουμε χωρὶς φόβο
Τα μάτια τα πουλιὰ μαζί μας μπαίνουν
Αστράφτει η πολιτεία αστράφτει ο νούς μας
Η φαντασία τους κήπους πλημμυράει
Είναι παιδιὰ που στέκονται στις βρύσες
Κορυδαλλοὶ στους όρθρους ακουμπάνε
Στις λεμονιὲς άγγελοι χορτάτοι
Είναι αηδόνια που παντού ξυπνάνε
Φλογέρες παίζουν έντομα βουίζουν
Είναι τραγούδια η στάχτη των νεκρών
Κι οι νεκροὶ κάπου αναγεννιούνται πάλι
Ολούθε μας μαζεύει ο Θεὸς
Έχουμε χέρια καθαρὰ και πάμε




Η καρδιά μας


Η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει
στην ακρογιαλιά. Ποιὸς μαντεύει τη θάλασσα,
απ᾿ όπου βγαίνει η καρδιά μας; Αλλὰ είναι η
καρδιά μας ένα κύμα μυστικό, χωρὶς αφρό.
Βουβὰ πιάνει μία στεριά. Και αθόρυβα σκαλίζει
το ανάγλυφο ενὸς πόθου, που δεν ξέρει
απογοήτευση και αγνοεί την ησυχία.



......

Δεν είναι που δεν έχεις τι να πείς

μάλλον κάποιο μυστικό άνθος άρχισε να ωριμάζει στη σιωπή σου...